Η χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης D, είναι απαραίτητη για την βελτίωση της κλινικής εικόνας σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα.
Η χαμηλή απόκριση στη βιταμίνη D, είναι βασικός παράγοντας στην ανάπτυξη νόσου σε ασθενείς με χρόνια νοσήματα και ιδιαίτερα σε ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα.
Ο οργανισμός ασθενών με αυτοάνοσο, όπως είναι η νόσος του Χασιμότο, η ψωρίαση, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η ρευματοειδής αρθρίτιδα, δεν ανταποκρίνεται φυσιολογικά στη βιταμίνη D και χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες στον οργανισμό τους, για να έχουν το ίδιο βιολογικό αποτέλεσμα που παρατηρείται σε υγιή άτομα.
Γερμανοί ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι η χορήγηση θεραπευτικών δόσεων έως και 70.000 μονάδων την ημέρα, υπό ιατρική παρακολούθηση, είναι ασφαλής και συμβάλλει στη βελτίωση της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο νόσημα.
Η λήψη βιταμίνης D μαζί με ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων νοσημάτων.
Κλινική μελέτη που διενεργήθηκε από την ιατρική σχολή του Harvard και παρακολούθησε πάνω από 25.οοο άτομα για 5 χρόνια, έδειξε ότι η μακροχρόνια χορήγησή της μειώνει κατά 30% την εκδήλωση αυτοάνοσων ασθενειών.
Η μελέτη κατέγραψε μειωμένη εμφάνιση στο σύνολο των αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως η νόσος του Χασιμότο, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωρίαση, η ρευματική πολυμυαλγία και των υπόλοιπων αυτοάνοσων ασθενειών.
Επιπλέον, ανέδειξε ότι η επίδραση της βιταμίνης D στη μείωση του κινδύνου ήταν πιο ισχυρή μετά από 2 έτη λήψης του συμπληρώματος.
Βιταμίνη D & Ελλείψεις σε Μικροθρεπτικά
Η ενίσχυση της βιταμίνης D σε άτομα με ελλείψεις, έχει σημαντικά οφέλη για την υγεία και μπορεί να βελτιώσει την πορεία ασθενειών όπως τα αυτοάνοσα νοσήματα, τα καρδιαγγειακά, η παχυσαρκία και ο διαβήτης.
Ελλείψεις του οργανισμού σε βιταμίνες και μικροθρεπτικά συστατικά, όπως η έλλειψη βιταμίνης D, σε συνδυασμό με μεταβολικές διαταραχές, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσχεραίνουν την επίλυση της χρόνιας φλεγμονής και συνδέονται με τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας, χρόνιο πόνο, διαταραχές του βάρους και επιδεινώνουν την πορεία και την ποιότητα ζωής των ασθενών με αυτοάνοσο ή χρόνιο νόσημα.
Για την ουσιαστική βελτίωση της κλινικής εικόνας και της υγείας των ασθενών, μαζί με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής η αντιμετώπιση τους πρέπει να περιλαμβάνει, τον εντοπισμό και τη διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών που οδηγούν στην εκδήλωση νόσου.
Η διόρθωση της έλλειψης της βιταμίνης D, δεν αρκεί από μόνη της για να επιφέρει ουσιαστική κλινική βελτίωση. Πρέπει να γίνεται παράλληλα με τον εντοπισμό και τη διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε μικροθρεπτικά συστατικά και μεταβολικών διαταραχών, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η χρόνια φλεγμονή και η αλλοίωση του μικροβιώματος.
Θεραπευτικές δόσεις θα πρέπει να συνταγογραφούνται από έναν ειδικό, με πείρα στη διόρθωση της έλλειψης της βιταμίνης D. Τα άτομα που λαμβάνουν θεραπευτικές δόσεις πρέπει να βρίσκονται υπό την άμεση επίβλεψη ενός έμπειρου γιατρού και να διενεργούν τακτικά αιματολογικές εξετάσεις, ώστε να αξιολογείται η βιολογική δράση της D στον οργανισμό.
Παράλληλα με την χορήγηση βιταμίνης D, απαιτείται ο εντοπισμός και η διόρθωση ελλείψεων σε συμπαράγοντες της βιταμίνης D όπως βιταμίνη Κ2, βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του οργανισμού και να παρατηρηθεί σημαντική κλινική βελτίωση.
.
Ειδικές Εξετάσεις Εντοπίζουν Ελλείψεις & Μεταβολικές Διαταραχές
Επιπρόσθετα της βιταμίνης D, βιταμίνες και μικροθρεπτικά στοιχεία, όπως μεταλλικά στοιχεία, λιπαρά οξέα και αντιοξειδωτικά, είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Ελλείψεις σε αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την έλλειψη βιταμίνης D, συνδέονται με την ανάπτυξη και την πορεία αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών.
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Τα τελευταία χρόνια, με τη χρήση ειδικών αναλύσεων, ανιχνεύονται μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και καταγράφουν με ακρίβεια τις ελλείψεις και τις μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με τα αυτοάνοσα νοσήματα[3-5].
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις απευθύνονται σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με αυτοάνοσο ή χρόνιo νόσημα. Πρόκειται για μια ευαίσθητη μέθοδο μέτρησης, που ανιχνεύει τις ελλείψεις του οργανισμού και τις μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την πορεία και την εκδήλωση αυτής της κατηγορίας ασθενειών.
Το είδος των συγκεκριμένων αναλύσεων δεν είναι συγκρίσιμο με τις κοινές εργαστηριακές εξετάσεις. Πρόκειται για υψηλά εξειδικευμένες εξετάσεις, που διενεργούνται σε λιγότερα από 10 εργαστήρια παγκοσμίως με πολύ υψηλά στάνταρ.
Στην Ελλάδα διενεργούνται αποκλειστικά στην κλινική μας.
Ο ακριβής εντοπισμός και η αντιμετώπιση των μεταβολικών διαταραχών, γίνεται αποκλειστικά με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων που αναλύουν μικρά μόρια στο αίμα.
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Μετράνε πολύ μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές, που συνδέονται με την κατάσταση υγείας του ασθενούς, καθιστώντας έτσι αποτελεσματική την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων.
Δείκτες που Ανιχνεύονται μέσω της Εξέτασης Metabolomic Analysis®
Οι μεταβολομικές αναλύσεις εντοπίζουν μεταβολικές διαταραχές που προωθούν την ανάπτυξη και την εκδήλωση της νόσου και αφορούν[6,7]:
Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3 συνδέονται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, της εμφάνισης φλεγμονής και της κατάστασης της υγείας ασθενών με αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα.
Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα).
Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί φλεγμονές και είναι σημαντικός δείκτης για την πορεία της υγείας.
Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: η ινσουλίνη λειτουργεί ως κατασταλτικός παράγοντας στη λειτουργία του ορμονικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν επίσης τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, επιδεινώνουν την αυτοανοσία, αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και ενισχύουν την ανάπτυξη χρόνιας φλεγμονής.
Στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών: ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη μεταβιβάζουν μηνύματα μεταξύ των κυττάρων και ρυθμίζουν τη λειτουργία του νευρικού και ορμονικού συστήματος. Οι μεταβολομικές αναλύσεις παρέχουν ακριβή εικόνα για την έκκριση των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών.
Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, ενώ παράλληλα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ρύθμιση της φυσιολογικής απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος.
Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της ικανότητας του να ξεχωρίζει μεταξύ των δικών του ιστών και εξωγενών στοιχείων, όπως παθογόνα μικρόβια και ιοί.
Η σύγχρονη αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων υγείας επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των παραπάνω διαταραχών, με τον εντοπισμό και τη διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών που οδήγησαν στην ανάπτυξη νόσου, ώστε να διατηρηθεί η βέλτιστη μεταβολική κατάσταση του οργανισμού.
Με βάση την κλινική μας εμπειρία, ιατρικές παρεμβάσεις σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μεταβολομικών αναλύσεων επιφέρουν:
Βελτίωση της πορείας της νόσου, με αναχαίτιση της περαιτέρω καταστροφής του οργάνου που πλήττεται από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Μείωση των συμπτωμάτων που οφείλονται στη χρόνια φλεγμονή: του πόνου, των κατακρατήσεων, του χρόνιου χαμηλού πυρετού, της κόπωσης, της κακής διάθεσης (μελαγχολία, υπερένταση, εκνευρισμός), την έντονη πείνα, την υπνηλία, τη διαταραχή του ύπνου και τη μειωμένη πνευματική διαύγεια.
Βελτίωση της πνευματικής διαύγειας, της διάθεσης και μείωση των έντονων συναισθηματικών μεταπτώσεων.
Μείωση του κινδύνου βλάβης σε άλλα όργανα και εκδήλωσης επιπρόσθετου αυτοάνοσου νοσήματος.
Βελτίωση του μεταβολισμού και επίτευξη φυσιολογικού σωματικού βάρους.
Βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος.
Μείωση της ευαισθησίας σε λοιμώξεις και καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Ενισχύεται σημαντικά η φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε να αναγνωρίζει τους δικούς του ιστούς και να τους διαχωρίζει από παθογόνους μικροοργανισμούς.
Βελτίωση της ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή.
Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.
Καθώς διορθώνονται οι αποκλίσεις από την ιδανική κατάσταση λειτουργίας, το σώμα ενεργοποιεί και πάλι τις φυσιολογικές μεταβολικές διεργασίες και εμφανίζει διαφορετικές ανάγκες.
Αλλαγές προκύπτουν ταυτόχρονα σε πολλαπλά μεταβολικά μονοπάτια του οργανισμού με την έναρξη της αγωγής. Αυτές, είναι ζωτικής σημασίας να εντοπιστούν και να διαχειριστούν κατάλληλα, ώστε να συνεχιστεί η διαδικασία αποκατάστασης. Σε διαφορετική περίπτωση, οι διαδικασίες αποκατάστασης του οργανισμού δεν προχωρούν, καθυστερώντας σημαντικά τη βελτίωση της υγείας.
Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία και η αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών, αλλάζουν ριζικά την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων προς το καλύτερο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, από μια εικόνα σταθερής επιδείνωσης, σε μια σταθερής βελτίωσης.
Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου.