Η έναρξη των εμβολιασμών στην χώρα μας, φέρνει ξανά στο προσκήνιο τον προβληματισμό και τη θεωρητική συζήτηση για το σκηνικό της μετά covid εποχής.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πανδημία που πλήττει την παγκόσμια κοινότητα, παρά το δυσβάστακτο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αποτελεί παράλληλα μία πρώτης τάξης ευκαιρία για την εξαγωγή και την εποικοδομητική επεξεργασία εξαιρετικά χρήσιμων συμπερασμάτων για το μέλλον και ειδικότερα για τον τρόπο δομής, οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, όταν πλέον ο υγειονομικός εφιάλτης θα αποτελέσει μία δυσάρεστη ανάμνηση.
Αναντίρρητα, μία από τις έννοιες που μπήκε δυναμικά στην καθημερινότητά μας λόγω της πανδημίας είναι η τηλεργασία ως μία νέα μορφή οργάνωσης της εργασίας αλλά και ως μία τολμηρή πρόταση εντασσόμενη στο ευρύτερο πλαίσιο για τον επανακαθορισμό και την συνολική αναδιαμόρφωση της εργασιακής κουλτούρας.
Πολλοί – και δικαιολογημένα – θα μιλήσουν για τον φόβο της απώλειας θέσεων μόνιμης εργασίας. Γιατί η παραδοσιακή φόρμα και δομή της απασχόλησης είναι αυτή που έχει να κάνει με την καθημερινή παρουσία στους χώρους εργασίας.
Ξεπερνώντας όμως τους εύλογους φόβους, ενδέχεται να υπάρξουν και ορισμένες ευκαιρίες.
Κατά κοινή παραδοχή η προσαρμοστικότητα αποτελεί μια οδό για την επιβίωση και την περαιτέρω εξέλιξη ατόμων και κοινωνιών, η δε τηλεργασία αποτελεί πλέον τη νέα πρόκληση για τον χώρο της εργασίας και ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της επόμενης ημέρας. Τα οφέλη της τηλεργασίας είναι πολλά και πολυδιάστατα.
Ενδεικτικά αναφέρω την αύξηση της παραγωγικότητας καθώς οι εργαζόμενοι εξοικονομούν ικανό χρόνο λόγω της μη υποχρέωσης μετάβασης στον χώρο εργασίας τους, τη μείωση των λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης, την εξοικονόμηση χρημάτων προς όφελος των εργαζομένων λόγω αποφυγής των παγίων εξόδων μετακίνησης προς και από τον χώρο εργασίας τους, τη μείωση του κυκλοφοριακού προβλήματος, τον περιορισμό της περιβαλλοντικής μόλυνσης κλπ.
Την ίδια ώρα η δια της τηλεργασίας επίτευξη και κατοχύρωση της κινητικότητας αγγίζει ξανά το από καιρό φλέγον ζήτημα της αποκέντρωσης και της πάταξης του φαινομένου της αστυφιλίας, σε συνδυασμό με την αλλαγή του αστικού μοντέλου διαβίωσης.
Το δίχως άλλο, η τηλεργασία ενδέχεται να εξελιχθεί – αν τη δούμε ως ευκαιρία κι όχι ως πρόβλημα – σε ευκαιρία για αποκέντρωση από τον αστικό ιστό των μεγάλων πόλεων, καθώς οι εργαζόμενοι, εφόσον δεν θα είναι υποχρεωμένοι να μεταβαίνουν στον χώρο εργασίας τους, θα έχουν τη δυνατότητα να διαμένουν μόνιμα εκτός πόλης.
Δεν επιτρέπεται η Ελλάδα, διανύοντας την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, να εξακολουθεί να είναι η χώρα της μιάμισης πόλης με τον μισό πληθυσμό της να ζει σε μόλις δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), εμφανίζοντας φαινόμενα αστικού υδροκεφαλισμού, πληθυσμιακής ανισοκατανομής και οικονομικής μονολιθικότητας, την ώρα που η ελληνική ύπαιθρος στερείται απελπιστικά της ύπαρξης ικανού αριθμού πόλεων άνω των 300.000 κατοίκων, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στιβαρά περιφερειακά κέντρα ακμάζουσας οικονομικής και συναλλακτικής δραστηριότητας.
Όσο και αν σε ορισμένους ακούγεται οξύμωρο, εντούτοις η προοπτική που ανοίγεται μπροστά μας είναι κάτι παραπάνω από ευνοϊκή, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη το πακέτο οικονομικής ενίσχυσης που πρόκειται να εισπράξει η χώρα μας από Ταμείο Ανάκαμψης.
Ενόψει αυτού, η κυβέρνηση θα πρέπει να σημάνει την έναρξη της συζήτησης για την εκπόνηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, που εν πολλοίς θα περιλαμβάνει ως αδιαπραγμάτευτες σταθερές του τη διαφύλαξη των μόνιμων θέσεων απασχόλησης, την τηλεργασία και τον περαιτέρω ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, γεγονός που θα οδηγήσει στην εξ αποστάσεως διεκπεραίωση όλων των εργασιών.
Με τον σχεδιασμό μίας αναπτυξιακής πολιτικής που θα διαπνέεται από φυγόκεντρες αντιλήψεις όσον αφορά την γεωγραφική κατανομή των νέων κέντρων της οικονομικής δραστηριότητας ανά την ελληνική επικράτεια, θα καταστεί εφικτή η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της υπαίθρου, η ισόρροπη ανάπτυξη, η ουσιαστική αναζωογόνηση των τοπικών οικονομιών, η στήριξη του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα, όπως και η ενίσχυση των ακριτικών περιοχών, ζήτημα ύψιστης εθνικής σημασίας ειδικά τώρα που η τουρκική επιθετικότητα βρίσκεται στην κορύφωσή της.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Αγγλίας, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, έλεγε: «Ποτέ μην αφήνεις μία κρίση να πάει χαμένη». Είμαι βέβαιος ότι μόλις περάσουμε αυτόν τον επικίνδυνο όσο και ύπουλο σκόπελο της πανδημίας, με όπλα μας την πολιτική βούληση και την τεχνογνωσία που δεδομένα διαθέτει η κυβέρνηση, την εμπειρία της κοινωνίας και την ωριμότητα της αγοράς εργασίας, το καράβι που λέγεται Ελλάδα θα πλεύσει πλησίστιο προς το πέλαγος της ανάπτυξης και της ευημερίας.
- Άρθρο , στο President του Δημήτρη Μαρκόπουλου, βουλευτή Β’ Πειραιώς ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ