Γιατί οι ασθενείς με Αυτοάνοσο Νόσημα χρειάζονται υψηλά Επίπεδα Βιταμίνης D

Η βιταμίνη D έχει σημαντική ανοσο-ρυθμιστική δράση και παίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη και στην πορεία των αυτοάνοσων ασθενειών[1,2].
Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, συνδέονται με περισσότερες εξάρσεις και χειρότερη πορεία σε αυτοάνοσα όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η ψωρίαση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Επαρκή επίπεδα είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τόσο για τη μείωση της πιθανότητας νόσου από λοιμώξεις, όσο και για την ικανότητα του ανοσοποιητικού να αναγνωρίζει τους δικού του ιστούς.
Στη διόρθωση της έλλειψης βιταμίνης D σε ασθενείς με αυτοάνοσα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τείνουν να εμφανίζουν αντίσταση στη βιταμίνη D, απαιτούνται δηλαδή πολύ μεγαλύτερες δόσεις και υψηλότερα επίπεδα, ώστε να επιτευχθεί η ίδια βιολογική δράση που εμφανίζει η D στους υγιείς[3,4].

                               Φλεγμονή & Βιταμίνη D
Πολλοί ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα βιώνουν συμπτώματα που οφείλονται στην χρόνια φλεγμονή. Χαμηλά επίπεδα ενέργειας, εξάντληση, διαταραχές στη λειτουργία του γαστρεντερικού, μειωμένη πνευματική διαύγεια, μυϊκοί πόνοι σε διάφορα σημεία του σώματος, μπορούν να εκδηλωθούν και να παραμένουν για αρκετά χρόνια, σε ασθενείς με αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα.
Νέα μελέτη απέδειξε ότι η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την επίλυση της χρόνιας φλεγμονής και την αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού.
Η βιταμίνη D είναι ένα μικροθρεπτικό συστατικό που έχει βρεθεί ότι βελτιώνει τη φλεγμονή και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, σε μεγάλο αριθμό μελετών.
Έρευνα που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Epidemiology, δείχνει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και υψηλών επιπέδων φλεγμονής[5].
Η φλεγμονή είναι ο τρόπος που το σώμα μας επιδιορθώνει τους ιστούς εάν τραυματιστούμε ή στην περίπτωση μιας λοίμωξης. Υψηλά επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP), παράγονται από το ήπαρ ως απόκριση στη φλεγμονή.
Εξετάστηκαν μετρήσεις από 294.970 συμμετέχοντες και βρέθηκε ότι όσο πιο χαμηλά ήταν τα επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα, τόσο υψηλότερα ήταν τα επίπεδα του δείκτη φλεγμονής CRP.
Στόχος της μελέτης ήταν να αποδείξει την αιτιολογική συσχέτιση της βιταμίνης D με τη βελτίωση της φλεγμονής.
Η συγκεκριμένη μελέτη έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί απέδειξε ότι δεν είναι η φλεγμονή που προκαλεί μείωση των επίπεδων της βιταμίνης D.
Αντιθέτως, τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D επιδεινώνουν την χρόνια φλεγμονή και την πορεία των νοσημάτων που σχετίζονται με αυτήν.
Τα ευρήματα καταλήγουν ότι η ενίσχυση της βιταμίνης D σε άτομα με ελλείψεις, μπορεί να μειώσει τη χρόνια φλεγμονή και να βελτιώσει την πορεία ασθενειών όπως τα αυτοάνοσα νοσήματα, τα καρδιαγγειακά, η παχυσαρκία και ο διαβήτης.
Για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος και τη μείωση επιπλοκών από αυτοάνοσα νοσήματα, απαιτείται η διατήρηση επιπέδων βιτ. D πάνω 50 ng/mL, καθόλη τη διάρκεια του έτους.

Η βιταμίνη D είναι προ-ορμόνη και ρυθμίζει την έκκριση ουσιών που ενισχύουν τη φλεγμονή (κυτοκίνες, ιντερφερόνη, TNF, ιντερλευκίνες), ενισχύει την παραγωγή αντιφλεγμονωδών ουσιών (ιντερλευκίνη-10) και ρυθμίζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η μελέτη καταλήγει ότι δεδομένου του υψηλού ποσοστού χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D σε όλο τον κόσμο (40% περίπου του πληθυσμού στις ευρωπαϊκές χώρες), η διόρθωση της έλλειψής της σε ευρεία κλίμακα, μπορεί να μειώσει την εκδήλωση αυτοάνοσων και καρδιαγγειακών νοσημάτων, διαβήτη όπως και τη συνολική θνησιμότητα από κάθε αιτία.

           Βελτίωση της Πορείας των Αυτοάνοσων Νοσημάτων

Η χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης D, είναι απαραίτητη για την βελτίωση της κλινικής εικόνας σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα.
Η χαμηλή απόκριση στη βιταμίνη D, είναι βασικός παράγοντας στην ανάπτυξη νόσου σε ασθενείς με χρόνια νοσήματα και ιδιαίτερα σε ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα.
Ο οργανισμός ασθενών με αυτοάνοσο, όπως είναι η νόσος του Χασιμότο, η ψωρίαση, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η ρευματοειδής αρθρίτιδα, δεν ανταποκρίνεται φυσιολογικά στη βιταμίνη D και χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες στον οργανισμό τους, για να έχουν το ίδιο βιολογικό αποτέλεσμα που παρατηρείται σε υγιή άτομα.
Γερμανοί ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι η χορήγηση θεραπευτικών δόσεων έως και 70.000 μονάδων την ημέρα, υπό ιατρική παρακολούθηση, είναι ασφαλής και συμβάλλει στη βελτίωση της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο νόσημα[4].

                                Ενίσχυση του Ανοσοποιητικού Συστήματος
Η χορήγηση υψηλών δόσεων για την άμεση αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D σε θεραπευτικά επίπεδα, έχει κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση ασθενειών όπου εμπλέκεται το ανοσοποιητικό σύστημα. Τέτοιες ασθένειες είναι και τα αυτοάνοσα νοσήματα.
Ενδεικτικά, η χορήγηση 5.000 μονάδων βιταμίνης D ημερησίως, χρειάζονται 3-5 μήνες για την επίτευξη θεραπευτικών επιπέδων, υψηλότερων από 50 ng/mL.
Ωστόσο για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος και τη μείωση επιπλοκών από αυτοάνοσα νοσήματα, απαιτείται η αύξηση των επιπέδων βιταμίνης D σε θεραπευτικά επίπεδα εντός λίγων ημερών και όχι εντός 3-5 μηνών. Παράλληλα, απαιτείται η διατήρηση επιπέδων βιτ. D πάνω 50 ng/mL, καθόλη τη διάρκεια του έτους[6].
Η ταχεία αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D, με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων, ενισχύει τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος και βελτιώνει την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων[6].
Μέσα από την κλινική μας εμπειρία, έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση της έλλειψης της D, δεν προσδίδει τα πλήρη οφέλη όταν αυτή πραγματοποιηθεί κατά τη στιγμή της έξαρσης ενός αυτοάνοσου. Χρειάζονται αρκετές εβδομάδες ή και μήνες χορήγησης θεραπευτικών δόσεων, παράλληλα με την διόρθωση ελλείψεων σε συμπαράγοντες της βιταμίνης D, όπως βιταμίνη Κ2, βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του οργανισμού και να παρατηρηθεί σημαντική κλινική βελτίωση.

                                                        Διόρθωση Ελλείψεων
Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση της έλλειψης της βιταμίνης D, δεν αρκεί από μόνη της για να επιφέρει ουσιαστική κλινική βελτίωση στους ασθενείς με αυτοάνοσο. Πρέπει να γίνεται παράλληλα με τον εντοπισμό και τη διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε μικροθρεπτικά συστατικά και μεταβολικών διαταραχών, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η χρόνια φλεγμονή και η αλλοίωση του μικροβιώματος[7].

Παράλληλα με την χορήγηση βιταμίνης D, απαιτείται ο εντοπισμός και η διόρθωση ελλείψεων σε συμπαράγοντες της βιταμίνης D όπως βιταμίνη Κ2, βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του οργανισμού και να παρατηρηθεί σημαντική κλινική βελτίωση.

Ανεπάρκειες σε μικροθρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, αντιοξειδωτικά κ.ά.:

  • Καταστέλλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος
  • Επιδεινώνουν τις φλεγμονές
  • Αυξάνουν την ευπάθεια σε λοιμώξεις
  • Επιδεινώνουν την πορεία των αυτοάνοσων ασθενειών.

Η οριακή χρόνια έλλειψη θρεπτικών στοιχείων ονομάζεται “κρυμμένη πείνα” και είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες πίσω από κάθε ασθένεια.

Συνθήκες ανεπάρκειας θρεπτικών ουσιών, επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και φυσιολογικών διαδικασιών του οργανισμού[8].

Παρά το γεγονός ότι οι ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών, είναι κοινές και αφορούν στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, συχνά δεν εντοπίζονται.

Η στοχευμένη διόρθωση των ανεπαρκειών:

  • Ενισχύει τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
  • Βελτιώνει τον έλεγχο της φλεγμονής.
  • Μειώνει την ευπάθεια σε λοιμώξεις.
  • Συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της μεταβολικής κατάστασης.
  • Βελτιώνει την πορεία της νόσου σε αυτούς τους ασθενείς.

Καθώς οριακές ελλείψεις του οργανισμού σε μικροθρεπτικά συστατικά, συσσωρεύονται σταδιακά στο χρόνο και οδηγούν σε νόσο, χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για τη διόρθωση τους.

Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δε διαχειριστούν οι ελλείψεις και οι μεταβολικές διαταραχές που εμπλέκονται στην ανάπτυξη των χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων, η πορεία τους προχωρά σε σταθερή και σταδιακή επιδείνωση μέσα από εξάρσεις και υφέσεις, επιβαρύνοντας την καθημερινότητα και την κατάσταση υγείας του ασθενή.

Ειδικές Εξετάσεις Εντοπίζουν Ελλείψεις & Μεταβολικές Διαταραχές 

Επιπρόσθετα της βιταμίνης D, βιταμίνες και μικροθρεπτικά στοιχεία, όπως μεταλλικά στοιχεία, λιπαρά οξέα και αντιοξειδωτικά, είναι απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Ελλείψεις σε αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την έλλειψη βιταμίνης D, συνδέονται με την ανάπτυξη και την πορεία αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών.

Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Τα τελευταία χρόνια, με τη χρήση ειδικών αναλύσεων, ανιχνεύονται μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και καταγράφουν με ακρίβεια τις ελλείψεις και τις μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με τα αυτοάνοσα νοσήματα[7-9].

Οι συγκεκριμένες εξετάσεις απευθύνονται σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με αυτοάνοσο ή χρόνιo νόσημα. Πρόκειται για μια ευαίσθητη μέθοδο μέτρησης, που ανιχνεύει τις ελλείψεις του οργανισμού και τις μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την πορεία και την εκδήλωση αυτής της κατηγορίας ασθενειών.

Το είδος των συγκεκριμένων αναλύσεων δεν είναι συγκρίσιμο με τις κοινές εργαστηριακές εξετάσεις. Πρόκειται για υψηλά εξειδικευμένες εξετάσεις, που διενεργούνται σε λιγότερα από 10 εργαστήρια παγκοσμίως με πολύ υψηλά στάνταρ.

Στην Ελλάδα διενεργούνται αποκλειστικά στην κλινική μας.

Ο ακριβής εντοπισμός και η αντιμετώπιση των μεταβολικών διαταραχών, γίνεται αποκλειστικά με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων που αναλύουν μικρά μόρια στο αίμα.

Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Μετράνε πολύ μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές, που συνδέονται με την κατάσταση υγείας του ασθενούς, καθιστώντας έτσι αποτελεσματική την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων.

Δείκτες που Ανιχνεύονται μέσω της Εξέτασης Metabolomic Analysis®

Οι μεταβολομικές αναλύσεις εντοπίζουν μεταβολικές διαταραχές που προωθούν την ανάπτυξη και την εκδήλωση της νόσου και αφορούν[10,11]:

  • Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3 συνδέονται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, της εμφάνισης φλεγμονής και της κατάστασης της υγείας ασθενών με αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα.
  • Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα).
  • Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί φλεγμονές και είναι σημαντικός δείκτης για την πορεία της υγείας.
  • Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: η ινσουλίνη λειτουργεί ως κατασταλτικός παράγοντας στη λειτουργία του ορμονικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν επίσης τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, επιδεινώνουν την αυτοανοσία, αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και ενισχύουν την ανάπτυξη χρόνιας φλεγμονής.
  • Στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών: ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη μεταβιβάζουν μηνύματα μεταξύ των κυττάρων και ρυθμίζουν τη λειτουργία του νευρικού και ορμονικού συστήματος. Οι μεταβολομικές αναλύσεις παρέχουν ακριβή εικόνα για την έκκριση των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών.
  • Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, ενώ παράλληλα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ρύθμιση της φυσιολογικής απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος.
  • Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της ικανότητας του να ξεχωρίζει μεταξύ των δικών του ιστών και εξωγενών στοιχείων, όπως παθογόνα μικρόβια και ιοί.

Η σύγχρονη αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων υγείας επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των παραπάνω διαταραχών, με τον εντοπισμό και τη διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών που οδήγησαν στην ανάπτυξη νόσου, ώστε να διατηρηθεί η βέλτιστη μεταβολική κατάσταση του οργανισμού.

Με βάση την κλινική μας εμπειρία, ιατρικές παρεμβάσεις σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μεταβολομικών αναλύσεων επιφέρουν:

  • Βελτίωση της πορείας της νόσου, με αναχαίτιση της περαιτέρω καταστροφής του οργάνου που πλήττεται από το ανοσοποιητικό σύστημα.
  • Μείωση των συμπτωμάτων που οφείλονται στη χρόνια φλεγμονή: του πόνου, των κατακρατήσεων, του χρόνιου χαμηλού πυρετού, της κόπωσης, της κακής διάθεσης (μελαγχολία, υπερένταση, εκνευρισμός), την έντονη πείνα, την υπνηλία, τη διαταραχή του ύπνου και τη μειωμένη πνευματική διαύγεια.
  • Μείωση του αισθήματος κόπωσης και αύξηση των επιπέδων ενέργειας.
  • Βελτίωση της πνευματικής διαύγειας, της διάθεσης και μείωση των έντονων συναισθηματικών μεταπτώσεων.
  • Μείωση του κινδύνου βλάβης σε άλλα όργανα και εκδήλωσης επιπρόσθετου αυτοάνοσου νοσήματος.
  • Βελτίωση του μεταβολισμού και επίτευξη φυσιολογικού σωματικού βάρους.
  • Βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος.
  • Μείωση της ευαισθησίας σε λοιμώξεις και καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Ενισχύεται σημαντικά η φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε να αναγνωρίζει τους δικούς του ιστούς και να τους διαχωρίζει από παθογόνους μικροοργανισμούς.
  • Βελτίωση της ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή.

Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.

Καθώς διορθώνονται οι αποκλίσεις από την ιδανική κατάσταση λειτουργίας, το σώμα ενεργοποιεί και πάλι τις φυσιολογικές μεταβολικές διεργασίες και εμφανίζει διαφορετικές ανάγκες.

Αλλαγές προκύπτουν ταυτόχρονα σε πολλαπλά μεταβολικά μονοπάτια του οργανισμού με την έναρξη της αγωγής. Αυτές, είναι ζωτικής σημασίας να εντοπιστούν και να διαχειριστούν κατάλληλα, ώστε να συνεχιστεί η διαδικασία αποκατάστασης. Σε διαφορετική περίπτωση, οι διαδικασίες αποκατάστασης του οργανισμού δεν προχωρούν, καθυστερώντας σημαντικά τη βελτίωση της υγείας.

Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία και η αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών, αλλάζουν ριζικά την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων προς το καλύτερο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, από μια εικόνα σταθερής επιδείνωσης, σε μια σταθερής βελτίωσης.

Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου.

Βιβλιογραφικές Αναφορές:

  1. Τhe Implication of Vitamin D and Autoimmunity: a Comprehensive Review Chen-Yen Yang, Patrick S. C. Leung, Iannis E. Adamopoulos, and M. Eric Gershwin. Clin Rev Allergy Immunol. 2018
  2. Emerging Role of Vitamin D in Autoimmune Diseases: An Update on Evidence and Therapeutic Implications Giuseppe Murdaca. Autoimmun Rev . 2019 Sep.
  3. A pilot study assessing the effect of prolonged administration of high daily doses of vitamin D on the clinical course of vitiligo and psoriasis Danilo C Finamor et.al.  2013 Jan.
  4. Vitamin D Resistance as a Possible Cause of Autoimmune Diseases: A Hypothesis Confirmed by a Therapeutic High-Dose Vitamin D Protocol Frontiers, Lemke D. et al  Immunol.,07 April 2021
  5. Vitamin D deficiency and C-reactive protein: a bidirectional Mendelian randomization study  Ang Zhou,  Elina Hyppönen. International Journal of Epidemiology, dyac087, https://doi.org/10.1093/ije/dyac087 Published: 17 May 2022.
  6. Rapidly Increasing Serum 25(OH)D Boosts the Immune System, against Infections—Sepsis and COVID-19. Prof. Sunil J. Wimalawansa. Εndocrinology & Nutrition, Department of Medicine, Cardiometabolic & Endocrine Institute, North Brunswick, NJ, USA. Academic Editor: Prof. Bruce W. Hollis. Nutrients 2022.
  7. Micronutrient deficiencies in patients with COVID-19: how metabolomics can contribute to their prevention and replenishment. Dimitris Tsoukalas and Evangelia Sarandi. BMJ Nutri Prev Heal. Nov. 2020; bmjnph-2020-000169
  8. Dietary micronutrients in the wake of COVID-19: an appraisal of evidence with a focus on high-risk groups and preventative healthcare. McAuliffe S, Ray S, Fallon E, et al. BMJ Nutr Prev Heal 2020:bmjnph-2020-000100.
  9. Metabolic profiling of organic and fatty acids in chronic and autoimmune diseases. Evangelia Sarandi, Dimitris Tsoukalas et al. Advances in Clinical Chemistry. July 15, 2020. Elsevier Inc.
  10. Targeted Metabolomic Analysis of Serum Fatty Acids for the Prediction of Autoimmune Diseases Dimitris Tsoukalas1,2,3, Vassileios Fragoulakis4, Evangelia Sarandi2,5, Aristidis Tsatsakis3,5, Nikolaos Drakoulis8and Daniela Calina et. al. Front. Mol. Biosci., 01 November 2019 | https://doi.org/10.3389/fmolb.2019.00120
  11. Prediction of Autoimmune Diseases by Targeted Metabolomic Assay of Urinary Organic Acids. Dimitris Tsoukalas et al.  2020 Dec